- τυφεδανός
- και δ. τ. στυφεδανός, ὁ, Αάνθρωπος φλύαρος και ανόητος, ηλίθιος, ξυπασμένος.[ΕΤΥΜΟΛ. < τυφεδών + επίθημα -ανός (πρβλ. ληθεδών: ληθεδ-ανός).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τυφεδανός — τῡφεδανός , τυφεδανός stupid masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηπεδανός — ἠπεδανός, ή, όν και ἠπεδανής, ές (Α) 1. αδύνατος, ασθενικός («ἠπεδανὸς δὲ νύ τοι θεράπων, βραδέες δέ τοι ἵπποι», Ομ. Ιλ.) 2. εστερημένος τινός, αυτός ο οποίος έχασε κάτι ή τού λείπει κάτι («φάμας ἔσσεαι ἠπεδανά» θα χάσεις τη φήμη σου) 3. εκείνος… … Dictionary of Greek
ληθεδανός — ληθεδανός, ή, όν (Α) αυτός που επιφέρει λήθη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ληθεδών (πρβλ. τυφεδανός < τυφεδών] … Dictionary of Greek
στυφεδανός — ὁ, Α (δ. τ.) βλ. τυφεδανός … Dictionary of Greek
τυφεδανοί — τῡφεδανοί , τυφεδανός stupid masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυφεδανούς — τῡφεδανούς , τυφεδανός stupid masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυφεδανέ — τῡφεδανέ , τυφεδανός stupid masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)